Ιαπετός

Ιαπετός
I
Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους έξι Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας. Από τον γάμο του με την Κλυμένη, κόρη του Ωκεανού, ή με την Ασία, την Αίθρα ή τη Θέμιδα, απέκτησε τον Προμηθέα, τον Άτλαντα, τον Επιμηθέα και τον Μενοίτιο. Ο Ι. ήταν ο ισχυρότερος από τους Τιτάνες. Από τον Όμηρο και τον Ησίοδο αναφέρεται ως κυβερνήτης των Τιτάνων και του κόσμου, πριν από την επικράτηση του Δία. Έλαβε μέρος στην Τιτανομαχία μαζί με τα αδέλφια του ενάντια στον Δία. Μετά τη νίκη του τελευταίου ρίχτηκε μαζί με τους υπόλοιπους Τιτάνες στα τάρταρα, καταδικασμένος σε αιώνια φυλάκιση. Διάφορες παραδόσεις τον θεωρούν δημιουργό του ανθρώπινου γένους. Ως σύζυγος της Ασίας, ήταν γενάρχης των λαών της Ευρώπης και της βορειοδυτικής Ασίας. Ίσως ο Ιάφεθ της Παλαιάς Διαθήκης να ταυτίζεται με τον Ι.
II
(Αστρον.). Δορυφόρος του πλανήτη Κρόνου, από τον οποίο απέχει κατά μέσο όρο 3,56 εκατ. χλμ. και δέχεται γι’ αυτό τον λόγο ισχυρές παρέλξεις από τον γειτονικό του πλανήτη, Δία. Ο Ι., που ανακαλύφθηκε το 1671 από τον Κασίνι, έχει μέγεθος 11,0 και διάμετρο 1.460 χλμ. και η περίοδός του διαρκεί 79,33 αστρικές ημέρες. Είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι η ανακλαστικότητά του (albedo) είναι πολύ διαφορετική στα δύο ημισφαίριά του. Όπως είχε διαπιστωθεί από τον Κασίνι, το ένα ημισφαίριό του είναι πολύ πιο σκούρο από το άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἰαπετός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰάπετος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Иапет — (Ίαπετός) один из титанов. От Азии, или Климены (Океаниды), у И. родились Атлант, Прометей, Эпиметей и Менойтий; таким образом, через Прометея (см.) И. являлся родоначальником людей. Некоторые сближали его с библейским Иафетом, как… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Ἰαπετοῖο — Ἰαπετός masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰαπετοί — Ἰαπετός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰαπετοῦ — Ἰαπετός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰαπετούς — Ἰαπετός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰαπετέ — Ἰαπετός masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰαπετῷ — Ἰαπετός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰαπετόν — Ἰαπετός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”